καταθωρακίζομαι

καταθωρακίζομαι
καταθωρακίζομαι (AM)
φορώ θώρακα, καλύπτομαι από παντού με θώρακα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατατεθωρακισμένοι — κατατεθωρᾱκισμένοι , καταθωρακίζομαι wear protective armour perf part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατεθωρακισμένος — κατατεθωρᾱκισμένος , καταθωρακίζομαι wear protective armour perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”